- κληρουχοῦσιν
- κληρουχέωobtain by allotmentpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)κληρουχέωobtain by allotmentpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρουχώ — κληρουχῶ, έω (Α) [κληρούχος] 1. είμαι κληρούχος, λαμβάνω κάτι με κλήρο, ιδίως τμήμα γης σε κατακτηθείσα χώρα («τούς κληρουχέοντας τῶν Χαλκιδέων τὴν χώρην», Ηρόδ.) 2. κληρονομώ 3. διανέμω κτήματα με κλήρο («τὸ δὲ τελευταῖον πάσας τὰς νήσους εἰς… … Dictionary of Greek